λατρευόμενος

λατρευόμενος
λατρεύω
work for hire
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Πρίαπος — I Ελληνική θεότητα από τη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης, και γι’ αυτό του αποδίδουν διονυσιακούς και αφροδισιακούς χαρακτήρες, δηλαδή ερωτικόοργιαστικούς· κατά τον ίδιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • επάκτιος — α, ο (Α ἐπάκτιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος (α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.) β. «επάκτιο πυροβολείο») νεοελλ. 1. «επάκτια οστά» βλ. επακταία οστά 2. ναυτ. «επάκτια… …   Dictionary of Greek

  • ταλετίτας — α, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) ο λατρευόμενος στο όρος τής Λακωνίας Ταλετόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταλετόν (όρος) + κατάλ. ίτας / ίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”